- κατακναίω
- κατακναίω, = sq., metaph.,A wear out,
ἑαυτόν Them.Or.32.362b
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἑαυτόν Them.Or.32.362b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατακναίω — (Α) 1. τρίβω 2. φθείρομαι, καταπονούμαι, κουράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κναίω «ξύνω»] … Dictionary of Greek